Ο αγώνας όσων παλεύουν ενάντια σε κάθε μορφής εξουσία, που αγωνιούν για κάθε «στιγμή» που δεν πρέπει να «πάει χαμένη» και διατηρούν με πείσμα την πεποίθηση ότι δεν είμαστε αδύναμοι να στεριώσουμε έναν κόσμο ελεύθερο και ανεξούσιο, απέχει από κάθε είδους μυθολογία όσο η γη από το φεγγάρι.
Ο αγώνας αυτός είχε, έχει και θα έχει αμέτρητους νεκρούς, αιχμάλωτους, αλλά και ανθρώπους που παραιτούνται γιατί χάνουν τις ελπίδες τους ή συμβιβάζονται γιατί η εξουσία βρήκε την «μικρή» ή την «μεγάλη» τιμή για να τους αγοράσει.
Όποιοι, λοιπόν, ψάχνουν για αγιογραφίες, για μάρτυρες ή για σωτήρες, για ήρωες και «ιερά τέρατα», δεν διαφέρουν τελικά σε τίποτα από εκείνους, που δεν χάνουν ευκαιρία να δείχνουν με το δάκτυλο τούς «τυχοδιώκτες», «τα απολωλότα πρόβατα», τους «ύποπτα παρεκκλίνοντες», τους πολιτικά «χαμένους από χέρι». Αναλώσιμα τα «υπερβατικά όντα» που εικονίζουν οι μεν, αναλώσιμοι και οι «ακραίοι» από τους οποίους διαχωρίζονται οι δε. Και στην μια περίπτωση και στην άλλη το ζητούμενο είναι η λήθη όσο και αν ευαγγελίζονται το αντίθετο οι υπέρμαχοι της μιας ή της άλλης κατηγορίας. Για «θυσιασμένους» μιλούν «εκστασιασμένοι» οι μεν, τα όρια της «απώλειας» προσδιορίζουν και οι δε με πολιτική ευλάβεια. Εξ ίσου ελάχιστη σημασία έχει αν η σύγκλιση επιτυγχάνεται λόγω φανατισμού ή ψευδαισθήσεων, άγνοιας ή σκοπιμότητας, για λόγους πολιτικής επιβίωσης και προβολής ή εν μέσω ασκήσεων δογματισμού. Φωνασκούν οι εν λόγω «αντιτιθέμενοι» για να πείσουν ότι έχουν «ανοιχτούς λογαριασμούς» μεταξύ τους, αλλά η απάτη δύσκολα μπορεί να κρυφθεί.
Αλλά ας είναι. Το «έργο» είναι μεν θλιβερό και χιλιοπαιγμένο, αλλά η πεπατημένη αποπνέει πάντα «σιγουριά». Πάντα; Ή μήπως όχι;
Τα παρακάτω λόγια, αλλά και όσα προηγήθηκαν, δεν αποτελούν προϊόν κάποιας υποχρέωσης ούτε καθήκοντος. Ούτε μέρος κάποιας επαναστατικής νεκρολογίας. Βρίσκονται μακριά και εχθρικά σε κάθε είδους προσπάθεια μυθοποίησης, οικειοποίησης, εμπλοκής ή απεμπλοκής, ενάντια στη λάσπη και την απαξίωση, που προσπαθεί ήδη να διοχετεύσει η εξουσία μετά την δημοσιοποίηση της ταυτότητας και της φωτογραφίας ενός νεκρού «τρομοκράτη» ύστερα από συμπλοκή με μπάτσους στην Δάφνη.
Ο Λάμπρος Φούντας, που έπεσε νεκρός κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών με πλήρωμα περιπολικού στην περιοχή της Δάφνης είναι γνωστός για την αναρχική του δράση. Συμμετείχε από μαθητής λυκείου σε κοινωνικές πρακτικές και λίγο αργότερα στην Αναρχική Ομάδα ΜΑΥΡΟ ΑΓΚΑΘΙ, που εξέδιδε το έντυπο ΔΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΟΡΓΗΣ. Είχε δράση και συμμετοχή σε πορείες, συγκεντρώσεις, κοινωνικές συγκρούσεις, διαδηλώσεις, αφισοκολλήσεις, συζητήσεις και εκδηλώσεις.
Ήταν ένας από τους χιλιάδες νέους που δεν εντάχθηκαν εκείνη την περίοδο σε καμία κομματική νεολαία, που συμμετείχαν στις μαθητικές καταλήψεις, διαδηλώσεις και συγκρούσεις πριν και μετά την δολοφονία του καθηγητή Ν. Τεμπονέρα στην Πάτρα, οι οποίοι εμπνεύσθηκαν από τα εξεγερτικά γεγονότα του Γενάρη του 1991, αλλά και από αναρχικές απόψεις και πρακτικές, που τις οικειοποιήθηκαν με μια ζωντάνια που είναι φτωχές οι λέξεις να αποτυπώσουν. Η Αναρχική Ομάδα Μαύρο Αγκάθι, μέχρι την διάλυση της, συμμετείχε στην Συνεργασία Αναρχικών Ομάδων και Ατόμων για την Κοινωνική Αλληλεγγύη και την Πολύμορφη Δράση.
Κατά την κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1995, που έγινε ανήμερα της επετείου για την εξέγερση του 1973, ο Λάμπρος Φούντας βρέθηκε ανάμεσα στους 504 που συνελήφθηκαν από τις κατασταλτικές κρατικές δυνάμεις, που εισέβαλαν το πρωινό της 18ης Νοεμβρίου 1995 στο χώρο του Πολυτεχνείου της Αθήνας. Ήταν, λοιπόν, ανάμεσα σε τόσους και τόσους νέους αυτής της «γενιάς» που βιάστηκαν οι πολιτικώς «ορθοί» να χαρακτηρίσουν «χαμένη». Ανάμεσα σε όλους εκείνους τους συντρόφους που διάλεξαν μεριά και «ταξίδεψαν» την δεκαετία του ’90 από πορεία σε πορεία, από οδόφραγμα σε οδόφραγμα, στεκόμενοι αλληλέγγυοι με πάθος σε κάθε κοινωνικό κομμάτι επέλεγε να αντιπαρατεθεί με την εξουσία, με τα λάθη τους και τα σωστά τους την διαφορετικότητά τους αλλά και το πείσμα τους, διαψεύδοντας την κάθε εξουσία, που τους ήθελε «περαστικούς» από τους κοινωνικούς αγώνες. Όχι ότι δεν υπήρξαν και τέτοιοι. Το αντίθετο μάλιστα. Με τον Λάμπρο από τότε βρεθήκαμε τόσες και τόσες φορές πλάι-πλάι σε πορείες, συγκρούσεις και οδοφράγματα.
Πιστεύουμε, λοιπόν, ακράδαντα ότι εκείνο που αφήνουν πίσω τους οι αγωνιζόμενοι άνθρωποι είναι ΤΑ ΟΣΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΙ ΟΧΙ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ στην απελευθερωτική διεργασία από τα δεσμά της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης. Αυτά αποτελούν παρακαταθήκη που ξεπερνά τις όποιες ανάγκες, αποφάσεις ή επιλογές.
Επειδή, τα μέσα δεν αποτελούν αυτοσκοπό, δεν διαχωρίζουν όσους αγωνίζονται, αλλά απελευθερώνουν δυνατότητες, δεν καθαγιάζουν όσους επιλέγουν την μια ή την άλλη μορφή, ούτε τους εξυψώνουν γεμίζοντας τους με οποιουδήποτε είδους παράσημα. Δεν υπάρχουν γενικά και αόριστα άδικα χαμένοι σύντροφοι. Ούτε το κύριο, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι η αναζήτηση επιχειρησιακών λαθών.
Άλλο τόσο, όμως, δεν μας κάνει και η λογική ότι οι εξηγήσεις είναι προνόμιο των ιερατείων, των μυημένων ή κάποιων περισπούδαστων εσωτερικών υποθέσεων ή ότι απέναντι σ’ όσους κάθε φορά ασχολούνται με υποθέσεις και πλέκουν σενάρια η απάντηση μπορεί να αρχίζει και να τελειώνει με το απόφθεγμα: οι «απώλειες» είναι «αναγκαίο κακό». Οι τοποθετήσεις πρέπει να είναι ντόμπρες και σταράτες.
Κλείνουμε, αποχαιρετώντας τον Λάμπρο με μία ινδιάνικη ευχή (και βεβαιότητα):
«Την επόμενη φορά (που θα βρεθούμε) θα είναι καλύτερα!»
11/3/2010
ΑΝΑΡΧΙΚΗ ΑΡΧΕΙΟΘΗΚΗ ΑΘΗΝΑΣ